Αρχειοθήκη ιστολογίου
- Απριλίου (1)
- Μαρτίου (2)
- Νοεμβρίου (1)
- Σεπτεμβρίου (1)
- Φεβρουαρίου (4)
- Ιουνίου (1)
- Απριλίου (3)
- Ιανουαρίου (2)
- Αυγούστου (1)
- Ιουλίου (2)
- Ιουνίου (1)
- Μαΐου (3)
- Απριλίου (1)
- Μαρτίου (1)
- Φεβρουαρίου (2)
- Ιανουαρίου (3)
- Δεκεμβρίου (17)
Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΙΣΤΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ
Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023
ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟ ΓΟΜΑΤΙ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Καθώς ξεκινούσε ο 11ος αιώνας μ.χ. ξεκινούσε η ύστερη Βυζαντινή περίοδος ( 1204 - 1453 ) με μια σειρά γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην ''Ρωμανία ". Η Δ΄ σταυροφορία των Λατίνων στις 13 Απριλίου του 1204 δημιούργησε το σημαντικότερο ίσως μέχρι τότε γεγονός για την αυτοκρατορία αφού η Κωνσταντινούπολη και το κέντρο της αυτοκρατορίας χάθηκαν για πρώτη φορά από τους Βυζαντινούς καθώς καταλύθηκαν για τα επόμενα 57 χρόνια από τους Λατίνους. Πολύ πριν τον Μέγα Κωνσταντίνο είχε γίνει η απόδοση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων σε κάθε κάτοικο της αυτοκρατορίας. Έτσι στον Ελλαδικό χώρο, ο όρος "Ρωμαίος " ήταν δηλωτικός μόνο της κρατικής - πολιτικής οντότητας ενώ οι άνθρωποι του στην καταγωγή τους εθνικά ήταν Έλληνες. Κατά τη χρονική αυτή περίοδο της Λατινοκρατίας δημιουργήθηκαν Ελληνικά βασίλεια επηρεάζοντας έτσι την πορεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας καθώς έγινε εισαγωγή φεουδαρχικών στοιχείων σε όλους τους τομείς της βυζαντινής ζωής. Τη σταδιακή εξασθένιση των δομών του βυζαντινού κράτους αφενός και τη μείωση των εδαφών του από τις Τουρκικές εισβολές αφετέρου ακολούθησε η πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα χέρια των Οθωμανών το 1453, οπότε και τοποθετείται το τέλος της Βυζαντινής περιόδου. Αυτή ήταν η γενικότερη εικόνα εκείνης της ιστορικής περιόδου όπου χρονικά τοποθετείται η κατασκευή του πέτρινου γεφυριού για την διάβαση του "Ψυχρού ποταμού " (το όνομα του ποταμού αναφέρεται και από τον Αριστοτέλη στην αρχαία εποχή ) κοντά στο Γομάτι.
Ιστορικά αναφέρεται ότι ένας στρατηγός της βυζαντινής αυτοκρατορίας ονομαζόμενος Γόρματος η Γόματος είχε την ευθύνη για περιοχή της Λήμνου όπου οι κάτοικοι ενός χωριού που υπήρχε εκεί με το όνομά του , αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν εξαιτίας των συχνών πειρατικών επιδρομών για να γλυτώσουν. Ένας αριθμός από αυτούς κατέφυγε σε άλλη ασφαλέστερη περιοχή του νησιού ενώ κάποιοι άλλοι έφτασαν στην βόρεια Χαλκιδική και εγκαταστάθηκαν σε μια δασώδη και δυσπρόσιτη περιοχή στους πρόποδες του όρους Κάκκαβος. Ασφαλείς πλέον εκεί έκτισαν το νέο τους χωριό που ονόμασαν Γομάτι η "Χώρα του Γόματου ", ερείπια του οποίου διασώζονται μέχρι σήμερα σε κοντινή απόσταση από τον νέο οικισμό. Η μεταφορά και εγκατάσταση του σύγχρονου Γοματίου έγινε μετά τον ισχυρότατο σεισμό του 1932 ο οποίος κατέστρεψε ολόκληρες περιοχές της βόρειας Χαλκιδικής.
Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι έως τον 9ο αιώνα η "Χώρα του Γόματου " αποτελούσε μέρος του Αγίου Όρους . Υπήρχε η μονή της Παναγίας του Γομάτου με την " Καθέδρα των γερόντων ".
Η αρχαιολόγος Ιουλία Βοτοπούλου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι σε αυτή την περιοχή υπήρξε η αρχαία πόλη Άσσηρα.
Φαίνεται λοιπόν ότι από το βυζαντινό αυτό χωριό γινόταν η διέλευση των ταξιδιωτών στην νότια - κεντρική Χαλκιδική. Την περίοδο 1000 - 1300 μ.χ κτίστηκε αυτό το πέτρινο γεφύρι για να διευκολυνθεί η διέλευση των ανθρώπων από και προς το Άγιο Όρος και την Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με έγγραφο ( 108,109 Λαύρα ΙΙ 1321, Ιβήρων αρ.εγγ. 39, έτος 1071 ) η οδός αυτή υπήρχε από τα χρόνια της κλασσικής περιόδου και ήταν χαρακτηρισμένη ως "Βασιλική οδός ". Η θέση στην οποία είναι κατασκευασμένο το πέτρινο γεφύρι ήταν μία από τις πιο κατάλληλες για την διέλευση του "Ψυχρού ποταμού " κατά τους χειμερινούς μήνες όταν ο ποταμός γινόταν σχεδόν αδιάβατος λόγω των πολλών όγκων νερού αλλά και των φερτών υλικών που παρασύρονταν όταν έβρεχε πολύ η έλιωναν τα χιόνια στις πλαγιές του Κάκκαβου.
Το γεφύρι είναι ένα από τα πιο παλιά Βυζαντινά πέτρινα γεφύρια στη Μακεδονία. Είναι τρίτοξο με οξύκορφες καμάρες και έχει μήκος 20μ, πλάτος 3μ, ύψος 3μ και άνοιγμα του μεγάλου τόξου 7μ. Το μικρότερο τόξο έχει άνοιγμα 4μ. Το δεύτερο ( ανατολικό ) μικρότερο τόξο ήταν μικρό και χαμηλό λειτουργώντας ως οπή ανακούφισης στην περίπτωση που τα νερά του ποταμού υπερχείλιζαν προς τα πλάγια ( νοτιοανατολικά )
Λιλιμπάκη Μαρία (Αρχιτέκτων-Αρχαιολόγος) & Iωακείμ Παπάγγελος (Οικονομολόγος-Αρχαιολόγος)
«Οι Υγρότοποι της Χαλκιδικής» (1995)
Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023
ALBATROS DV/va German World War I fighter aircraft.
Κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες των αντιμαχόμενων πλευρών πέρα από τις τρομακτικά μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και κάθε είδους τεράστιες καταστροφές, δημιούργησαν ως αντίβαρο σε αυτά, την τεχνολογική ανάπτυξη με αλματώδεις ρυθμούς σε πολλούς τομείς. Η αεροπορία που ήταν μια σχετικά καινούργια εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία εκείνης της εποχής, ( αρχές του εικοστού αιώνα ), καθώς έγινε αμέσως αντιληπτό ότι μπορούσε να διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στους στρατιωτικούς συσχετισμούς και τις δυνάμεις των κρατών, αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος των ενόπλων δυνάμεων των προηγμένων χωρών της Ευρώπης αλλά και παγκόσμια.
Στους ουρανούς πάνω από την Ευρώπη συγκρούστηκαν δεκάδες διαφορετικά αεροσκάφη που σχεδιάζονταν διαρκώς ανανεωμένα, αφού οι ανάγκες των αερομαχιών αλλά και της στρατηγικής διαμορφώνονταν συνεχώς μετά από κάθε αποστολή που εκτελούσαν. Η Γερμανία ( Κεντρικές δυνάμεις η Τριπλή συμμαχία, Γερμανία - Αυστροουγγαρία - Ιταλία ) είχε αναπτύξει από το 1916 τα μονοθέσια αεροσκάφη Albatros DV κατασκευάζοντας περίπου 900 από αυτά και 1612 Albatros DV/va για την Luftwaffe, πριν σταματήσει η παραγωγή τους τον Απρίλιο του 1918.
Το Albatros DV/va μπορεί να ''κλείδωσε '' την απόδοση των συμμαχικών μαχητικών αλλά κατασκευάστηκε σε μεγάλους αριθμούς εστιάζοντας στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα.
Με άνοιγμα φτερών 9,04 μέτρα / 29 ft και μήκος 7,33 μέτρα / 24 ft και με έναν εξακύλινδρο υδρόψυκτο κινητήρα Mercedes D.III 200 hp ήταν ένα ευέλικτο και γρήγορο μαχητικό του 1917 - 1918
Χρησιμοποιήθηκε στο θέατρο των επιχειρήσεων του Δυτικού μετώπου καθώς επίσης στην Ιταλία και την Παλαιστίνη.
Βαμμένο ως αεροσκάφος DV αυτό το αντίγραφο κατασκευάστηκε στην Νέα Ζηλανδία από την εταιρεία ''The Vintage Aviator Ltd " το 2011. Χρησιμοποιήθηκε ένας αυθεντικός κινητήρας Mercendes D.III από τη συλλογή του μουσείου της RAF και αντιπροσωπεύει ένα αεροσκάφος που πετούσε το 1918 στο Δυτικό μέτωπο.
Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ
Οι πιλότοι και οι παρατηρητές στον αέρα δεν θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς ένα τεράστιο δίκτυο υποστήριξης στο έδαφος. Κάθε μοίρα χρειαζόταν περίπου 25 πληρώματα αεροσκαφών και 175 πληρώματα εδάφους για να παραμείνει επιχειρησιακή.
Τα ασφαλισμένα όπλα ήταν έτοιμα για επιχειρήσεις και οι επικεφαλής παραλάβαιναν όλα όσα χρειαζόταν η μοίρα, συμπεριλαμβανομένων των ειδών ένδυσης και των καυσίμων.
Από τις κατώτερες τάξεις μέχρι τους ανώτερους αξιωματικούς όλο το προσωπικό είχε να παίξει σημαντικό ρόλο.